Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νταλκάς — και νταλγκάς, ο 1. κύμα 2. μτφ. έντονη επιθυμία, πόθος, μεράκι, καημός, μαράζι 3. ανυπόφορος εφιάλτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dalga «κύμα»] … Dictionary of Greek
νταλγκάς — ο βλ. νταλκάς … Dictionary of Greek